Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
asymptotic
01
ασυμπτωτικός, σχετικός με την ασύμπτωτη
relating to the way a function or curve approaches a fixed value or shape as its independent variable reaches a particular limit, often infinity or a specific point
Παραδείγματα
In calculus, we study the asymptotic behavior of functions as they approach infinity.
Στον λογισμό, μελετάμε τη ασυμπτωτική συμπεριφορά των συναρτήσεων καθώς πλησιάζουν στο άπειρο.
Asymptotic analysis is used in computer science to analyze the efficiency of algorithms.
Η ασυμπτωτική ανάλυση χρησιμοποιείται στην επιστήμη των υπολογιστών για την ανάλυση της αποτελεσματικότητας των αλγορίθμων.
Λεξικό Δέντρο
asymptotic
asymptote



























