
Αναζήτηση
asynchronously
01
ασύγχρονα, χωρίς ταυτόχρονη συμμετοχή
in a way that does not occur at the same time
Example
The online collaboration allowed team members to work asynchronously from different time zones.
Η διαδικτυακή συνεργασία επέτρεψε στα μέλη της ομάδας να εργάζονται ασύγχρονα, χωρίς ταυτόχρονη συμμετοχή, από διαφορετικές ζώνες ώρας.
In asynchronous communication, messages are sent and received at different times.
Στην ασύγχρονη επικοινωνία, μηνύματα αποστέλλονται και παραλαμβάνονται σε διαφορετικούς χρόνους.

Συναφή Λέξεις