midterm
mid
ˈmɪd
μιντ
term
ˌtɜrm
τερρμ
British pronunciation
/mˈɪdtˌɜːm/

Ορισμός και σημασία του "midterm"στα αγγλικά

01

εξετάσεις μέσης περιόδου, μεσοδιάστημα

an examination or test administered halfway through an academic term
example
Παραδείγματα
Students spent several weeks preparing for their midterm exams in various subjects.
Οι μαθητές πέρασαν αρκετές εβδομάδες προετοιμάζοντας τις εξετάσεις μέσης περιόδου σε διάφορα μαθήματα.
The midterm results indicated areas of strength and areas needing improvement for each student.
Τα αποτελέσματα των μεσοδιαστημικών έδειξαν περιοχές δύναμης και περιοχές που χρειάζονται βελτίωση για κάθε μαθητή.
02

μέση της ακαδημαϊκής περιόδου, μέση της θητείας

middle of an academic term or a political term in office
03

μέση της περιόδου κύησης, μεσοκύηση

the middle of the gestation period

Λεξικό Δέντρο

midterm

mid

+

term

App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store