Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Midterm
01
εξετάσεις μέσης περιόδου, μεσοδιάστημα
an examination or test administered halfway through an academic term
Παραδείγματα
Students spent several weeks preparing for their midterm exams in various subjects.
Οι μαθητές πέρασαν αρκετές εβδομάδες προετοιμάζοντας τις εξετάσεις μέσης περιόδου σε διάφορα μαθήματα.
The midterm results indicated areas of strength and areas needing improvement for each student.
Τα αποτελέσματα των μεσοδιαστημικών έδειξαν περιοχές δύναμης και περιοχές που χρειάζονται βελτίωση για κάθε μαθητή.
02
μέση της ακαδημαϊκής περιόδου, μέση της θητείας
middle of an academic term or a political term in office
03
μέση της περιόδου κύησης, μεσοκύηση
the middle of the gestation period
Λεξικό Δέντρο
midterm
mid
term



























