astronomical
ast
ˌæst
αιστ
ro
ρα
no
ˈnɑ
να
mi
μι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/ɐstɹənˈɒmɪkə‍l/

Ορισμός και σημασία του "astronomical"στα αγγλικά

astronomical
01

αστρονομικός, τεράστιος

incredibly large in quantity or vast in scope, often to the point of being beyond comprehension or imagination
astronomical definition and meaning
example
Παραδείγματα
The cost of the new space mission was astronomical, reaching billions of dollars.
Το κόστος της νέας διαστημικής αποστολής ήταν αστρονομικό, φτάνοντας δισεκατομμύρια δολάρια.
The company faced astronomical losses after the product recall.
Η εταιρεία αντιμετώπισε αστρονομικές απώλειες μετά την ανάκληση του προϊόντος.
02

αστρονομικός, σχετικός με την αστρονομία

concerning or involving the scientific field of astronomy
example
Παραδείγματα
The Hubble Space Telescope provides astronomers with valuable data on astronomical objects such as galaxies and nebulae.
Το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Χαμπλ παρέχει στους αστρονόμους πολύτιμα δεδομένα για αστρονομικά αντικείμενα όπως γαλαξίες και νεφελώματα.
Astronomical observations help scientists understand the origins and evolution of stars and galaxies.
Οι αστρονομικές παρατηρήσεις βοηθούν τους επιστήμονες να κατανοήσουν την προέλευση και την εξέλιξη των αστεριών και των γαλαξιών.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store