Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
astronomic
01
αστρονομικός, ασύλληπτα μεγάλος
inconceivably large
02
αστρονομικός, σχετικός με την αστρονομία
relating or belonging to the science of astronomy
Λεξικό Δέντρο
astronomic
astronom
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αστρονομικός, ασύλληπτα μεγάλος
αστρονομικός, σχετικός με την αστρονομία
Λεξικό Δέντρο