Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Metro
01
μετρό
an underground railway system designed for public transportation within a city
Dialect
Παραδείγματα
He used an app to check the metro schedule.
Χρησιμοποίησε μια εφαρμογή για να ελέγξει το πρόγραμμα του μετρό.
Using the metro is often the fastest way to travel across large urban centers.
Η χρήση του μετρό είναι συχνά ο ταχύτερος τρόπος για να ταξιδέψετε σε μεγάλα αστικά κέντρα.



























