Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Subway
01
μετρό, υπόγειος
an underground railroad system, typically in a big city
Dialect
American
Παραδείγματα
I like reading a book during my subway ride.
Μου αρέσει να διαβάζω ένα βιβλίο κατά τη διάρκεια της διαδρομής μου με το μετρό.
I prefer taking the subway instead of driving in the city.
Προτιμώ να παίρνω το μετρό αντί να οδηγώ στην πόλη.
Λεξικό Δέντρο
subway
way



























