Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meticulous
01
σχολαστικός, επιμελής
extremely careful and attentive to details
Παραδείγματα
She was meticulous in checking every detail of the report.
Ήταν σχολαστική στον έλεγχο κάθε λεπτομέρειας της αναφοράς.
His meticulous approach ensured that the project was completed flawlessly.
Η μεθοδική του προσέγγιση εξασφάλισε ότι το έργο ολοκληρώθηκε άψογα.
Λεξικό Δέντρο
meticulously
meticulousness
meticulous
meticul



























