Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
merrily
01
χαρούμενα, ευτυχισμένα
in a cheerful or joyful manner
Παραδείγματα
She sang merrily while walking through the garden.
Τραγούδησε χαρούμενα ενώ περπατούσε στον κήπο.
The children played merrily in the sunshine.
Τα παιδιά έπαιξαν χαρούμενα στον ήλιο.
1.1
χαρούμενα, ζωηρά
in a brisk, lively, or pleasantly active way
Παραδείγματα
The fire crackled merrily in the fireplace on a cold night.
Η φωτιά τρίζει χαρούμενα στο τζάκι μια κρύα νύχτα.
The stream flowed merrily over the rocks.
Το ρυάκι έρεε χαρούμενα πάνω από τις πέτρες.
Παραδείγματα
She spent money merrily despite knowing bills were due.
Ξόδεψε χρήματα χαρούμενα παρά το γεγονός ότι ήξερε ότι οι λογαριασμοί ήταν ληγμένοι.
The team merrily ignored warnings about the project's risks.
Η ομάδα χαρούμενα αγνόησε τις προειδοποιήσεις για τους κινδύνους του έργου.
Λεξικό Δέντρο
merrily
merry
merr



























