Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
assuredly
01
βεβαίως, με σιγουριά
in a confident or guaranteed manner
Παραδείγματα
She assuredly stated that the project would be completed on time.
Βεβαιώθηκε ότι το έργο θα ολοκληρωθεί εγκαίρως.
The experienced guide led the hikers assuredly through the challenging terrain.
Ο έμπειρος οδηγός οδήγησε τους πεζοπόρους με σιγουριά μέσα από τον απαιτητικό έδαφος.
Λεξικό Δέντρο
assuredly
assured
assure



























