Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mellisonant
01
μελωδικός, γλυκός στην ακοή
having a sweet or pleasing sound
Παραδείγματα
The mellisonant melody of the song enchanted everyone in the room.
Η μελιχρή μελωδία του τραγουδιού μαγέψει όλους στο δωμάτιο.
Her mellisonant voice soothed the crying baby instantly.
Η μελιστάλακτη φωνή της καθησύχασε το κλαίον μωρό αμέσως.



























