Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
medieval
01
μεσαιωνικός, που ανήκει στον Μεσαίωνα
belonging or related to the Middle Ages, the period in European history from roughly the 5th to the 15th century
Παραδείγματα
The castle is a masterpiece of medieval architecture, complete with towers and battlements.
Το κάστρο είναι ένα αριστούργημα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, με πύργους και επάλξεις.
Medieval literature, such as the tales of King Arthur, continues to captivate modern readers.
Η μεσαιωνική λογοτεχνία, όπως οι ιστορίες του βασιλιά Αρθούρου, συνεχίζει να μαγεύει τους σύγχρονους αναγνώστες.
Παραδείγματα
His medieval views on gender roles were outdated and did not reflect modern societal norms.
Οι μεσαιωνικές απόψεις του για τους ρόλους των φύλων ήταν ξεπερασμένες και δεν αντανακλούσαν τις σύγχρονες κοινωνικές νόρμες.
Her medieval approach to medicine, relying on superstition and herbal remedies, was deemed ineffective by modern standards.
Η μεσαιωνική προσέγγισή της στην ιατρική, που βασίζεται στη δεισιδαιμονία και τα φυτικά φάρμακα, κρίθηκε αναποτελεσματική σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπα.
03
μεσαιωνικός, του Μεσαίωνα
having a quality or characteristic commonly associated with the Middle Ages, such as primitiveness, harshness, or a lack of modern refinement
Παραδείγματα
The prison ’s medieval conditions were criticized for being inhumane.
Οι μεσαιωνικές συνθήκες της φυλακής επικρίθηκαν για απανθρωπιά.
His attitude toward punishment is downright medieval, favoring harsh, outdated methods.
Η στάση του απέναντι στην τιμωρία είναι ξεκάθαρα μεσαιωνική, προτιμώντας σκληρές, ξεπερασμένες μεθόδους.



























