Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
feudal
01
φεουδαλικός, αρχοντικός
relating to a system where nobility hold power and peasants work for their lords
Παραδείγματα
The feudal system in medieval Europe consisted of lords granting land to vassals in exchange for military service.
Το φεουδαρχικό σύστημα στη μεσαιωνική Ευρώπη αποτελούνταν από άρχοντες που παραχωρούσαν γη σε υποτελείς ως αντάλλαγμα για στρατιωτική υπηρεσία.
Feudal relationships were characterized by obligations of loyalty and protection between lords and vassals.
Οι φεουδαρχικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από υποχρεώσεις αφοσίωσης και προστασίας μεταξύ αρχόντων και υποτελών.
02
φεουδαρχικός, παρωχημένος
so outdated that it seem irrelevant or inappropriate in a contemporary setting
Παραδείγματα
The company ’s feudal management style allows no flexibility or employee input.
Το φεουδαρχικό στυλ διαχείρισης της εταιρείας δεν επιτρέπει καμία ευελιξία ή συμβολή των υπαλλήλων.
His feudal attitude toward gender roles belongs to another century.
Η φεουδαρχική του στάση απέναντι στους ρόλους των φύλων ανήκει σε άλλον αιώνα.
Λεξικό Δέντρο
feudalism
feudalize
feudally
feudal
feud



























