Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Assimilator
01
αφομοιωτής, μαθητής
someone (especially a child) who learns (as from a teacher) or takes up knowledge or beliefs
Λεξικό Δέντρο
assimilator
assimilate
assimil
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αφομοιωτής, μαθητής
Λεξικό Δέντρο