Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maniacally
01
μανιακά, με μανία
in a way that shows wild, uncontrollable behavior
Παραδείγματα
He cackled maniacally as he destroyed the model village.
Γέλασε μανιακά καθώς κατέστρεφε το μοντέλο του χωριού.
The villain in the play stared maniacally at the audience before delivering his final line.
Ο κακός της παράστασης κοιτάχτηκε μανιακά το κοινό πριν πει την τελευταία του ατάκα.
Παραδείγματα
She maniacally arranged and rearranged the books until everything was perfectly symmetrical.
Έβαλε μανιωδώς και ξαναέβαλε τα βιβλία μέχρι όλα να γίνουν τέλεια συμμετρικά.
The fans maniacally cheered for their team long after the game had ended.
Οι οπαδοί ενθουσιάστηκαν μανιωδώς για την ομάδα τους πολύ καιρό μετά το τέλος του αγώνα.
Λεξικό Δέντρο
maniacally
maniacal
maniac



























