Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mammal
01
θηλαστικό, ζώο θηλαστικό
a class of animals to which humans, cows, lions, etc. belong, have warm blood, fur or hair and typically produce milk to feed their young
Παραδείγματα
The bat is the only mammal capable of sustained flight.
Η νυχτερίδα είναι το μόνο θηλαστικό ικανό για συνεχή πτήση.
Koalas are marsupials, a type of mammal unique to Australia.
Οι κοάλα είναι μαρσιποφόρα, ένα είδος θηλαστικού μοναδικό για την Αυστραλία.



























