Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mamma
01
μαμά, μητέρα
informal terms for a mother
02
μαστός, γαλακτογόνος αδένας
milk-secreting organ of female mammals
Λεξικό Δέντρο
mammalogy
mamma
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαμά, μητέρα
μαστός, γαλακτογόνος αδένας
Λεξικό Δέντρο