Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
maladroit
01
αδέξιος, αγροίκος
clumsy or awkward in movement or behavior due to a lack of skill
Παραδείγματα
His maladroit attempt at humor offended the entire room.
Η αδέξια προσπάθειά του για χιούμορ προσέβαλε όλο το δωμάτιο.
She gave a maladroit explanation that only confused the issue further.
Έδωσε μια αδέξια εξήγηση που μόνο μπέρδεψε περισσότερο το θέμα.
Λεξικό Δέντρο
maladroitly
maladroitness
maladroit



























