Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Maimed
01
τραυματίες, ακρωτηριασμένοι
people who are wounded
maimed
01
καταστραμμένος, ακρωτηριασμένος
having a part of the body crippled or disabled
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τραυματίες, ακρωτηριασμένοι
καταστραμμένος, ακρωτηριασμένος