Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mailman
01
ταχυδρόμος, διανομέας αλληλογραφίας
someone who delivers letters, packages, etc. to people
Dialect
American
Παραδείγματα
The mailman delivers letters and packages to our doorstep every morning.
Ο ταχυδρόμος παραδίδει γράμματα και πακέτα στην πόρτα μας κάθε πρωί.
Sarah 's dog always barks loudly when the mailman comes to the door.
Ο σκύλος της Σάρα πάντα γαβγίζει δυνατά όταν ο ταχυδρόμος έρχεται στην πόρτα.
Λεξικό Δέντρο
mailman
man



























