Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
asinine
01
ηλίθιος, ανόητος
acting in a foolish or unintelligent manner
Παραδείγματα
His asinine remarks during the discussion were met with eye rolls.
Τα ηλίθια σχόλιά του κατά τη διάρκεια της συζήτησης συνοδεύτηκαν από σκούξιμο ματιών.
She found his asinine attempt to solve the problem frustrating.
Βρήκε την ανόητη προσπάθειά του να λύσει το πρόβλημα απογοητευτική.



























