Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Magnanimity
01
μεγαλοψυχία, εξαιρετική γενναιοδωρία
great generosity in giving or in showing kindness, especially toward someone less powerful or a former opponent
Παραδείγματα
Her magnanimity in forgiving her rivals impressed everyone.
Η μεγαλοψυχία της στο να συγχωρεί τις αντιπάλους της εντυπωσίασε όλους.
He showed magnanimity by donating most of his fortune to charity.
Έδειξε μεγαλοψυχία δωρίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Λεξικό Δέντρο
magnanimity
magnanim



























