Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Magistracy
01
μαγιστράτο, θέση δικαστή
the job or position of a local official with authority
Παραδείγματα
The duties of being a magistrate weighed heavily on her, but she performed them diligently.
Τα καθήκοντα της δικαστικής λειτουργίας της ζύγιζαν βαριά, αλλά τα εκτέλεσε με επιμέλεια.
Many aspire to become a magistrate due to its influential role in the community.
Πολλοί επιθυμούν να γίνουν δικαστικός λόγω της επιρροής του στη κοινότητα.



























