Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
magically
01
μαγικά, με μαγικό τρόπο
in a way that appears to involve magic or supernatural forces
Παραδείγματα
The illusionist performed a trick that seemed to make objects disappear magically.
Ο ιλλουζιονίστας έκανε ένα τρικ που φαινόταν να κάνει τα αντικείμενα να εξαφανίζονται μαγικά.
The garden transformed magically after a period of heavy rain, with flowers blooming.
Ο κήπος μεταμορφώθηκε μαγικά μετά από μια περίοδο ισχυρής βροχής, με λουλούδια να ανθίζουν.
Λεξικό Δέντρο
magically
magical
magic



























