LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Louden
/lˈaʊdən/
/ˈɫaʊdən/
Verb (2)
Ορισμός και Σημασία του "louden"
to louden
ΡΉΜΑ
01
cause to become loud
hush
02
become louder
quieten
word family
louden
louden
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
loud-voiced
loud-mouthed
loud-hailer
loud pedal
loud hailer
loudhailer
loudly
loudmouth
loudness
loudspeaker
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App