Loud-voiced
volume
British pronunciation/lˈaʊdvˈɔɪst/
American pronunciation/lˈaʊdvˈɔɪst/

Ορισμός και Σημασία του "loud-voiced"

loud-voiced
01

having an unusually loud voice

word family

loud-voiced

loud-voiced

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store