LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Loud-voiced
/lˈaʊdvˈɔɪst/
/lˈaʊdvˈɔɪst/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "loud-voiced"
loud-voiced
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having an unusually loud voice
word family
loud-voiced
loud-voiced
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
loud-mouthed
loud-hailer
loud pedal
loud hailer
loud and clear
louden
loudhailer
loudly
loudmouth
loudness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App