Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loudhailer
01
μεγάφωνο, ηχείο
a device used to amplify sound, typically for public speaking or making announcements
Παραδείγματα
The protest leader used a loudhailer to address the crowd.
Ο ηγέτης της διαμαρτυρίας χρησιμοποίησε ένα μεγάφωνο για να απευθυνθεί στο πλήθος.
He stood on the platform, shouting through the loudhailer.
Στάθηκε στην πλατφόρμα, φωνάζοντας μέσα από το μεγάφωνο.



























