Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Looter
01
λεηλάτης, κλέφτης
someone who steals things from a place during a time of unrest or disaster
Παραδείγματα
The police caught a looter trying to break into a store.
Η αστυνομία έπιασε έναν λεηλάτη που προσπαθούσε να μπει σε ένα κατάστημα.
Authorities warned looters would face severe consequences.
Οι αρχές προειδοποίησαν ότι οι λεηλάτες θα αντιμετώπιζαν σοβαρές συνέπειες.



























