Lop-eared
volume
British pronunciation/lˈɒpˈiəd/
American pronunciation/lˈɑːpˈɪɹd/

Ορισμός και Σημασία του "lop-eared"

01

(of animals) having ears that hang by the sides of the head

lop-eared

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store