Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loquacity
01
ομιλητικότητα
the tendency to talk a lot, often more than necessary
Παραδείγματα
His loquacity at the meeting left little time for anyone else to share their thoughts.
Η ομιλητικότητά του στη συνάντηση άφησε λίγο χρόνο για οποιονδήποτε άλλο να μοιραστεί τις σκέψεις του.
The author 's loquacity is evident in his lengthy novels filled with intricate details and dialogues.
Η ομιλητικότητα του συγγραφέα είναι εμφανής στα μακρά μυθιστορήματά του γεμάτα με περίπλοκες λεπτομέρειες και διαλόγους.



























