loquacity
loq
lək
λακ
ua
ˈwæ
ουαι
ci
σι
ty
ti
τι
British pronunciation
/ləkwˈasɪti/

Ορισμός και σημασία του "loquacity"στα αγγλικά

01

ομιλητικότητα

the tendency to talk a lot, often more than necessary
example
Παραδείγματα
His loquacity at the meeting left little time for anyone else to share their thoughts.
Η ομιλητικότητά του στη συνάντηση άφησε λίγο χρόνο για οποιονδήποτε άλλο να μοιραστεί τις σκέψεις του.
The author 's loquacity is evident in his lengthy novels filled with intricate details and dialogues.
Η ομιλητικότητα του συγγραφέα είναι εμφανής στα μακρά μυθιστορήματά του γεμάτα με περίπλοκες λεπτομέρειες και διαλόγους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store