Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lolly
01
παγωτό νερού, γλυκάκι πάγου
a type of frozen treat made from flavored syrup and water
02
λεφτά, χρήματα
informal slang for cash or money, often used in casual conversation
Παραδείγματα
He was thrilled to find a bit of extra lolly in his wallet after a long day.
Ήταν ενθουσιασμένος που βρήκε λίγα επιπλέον λεφτά στο πορτοφόλι του μετά από μια μεγάλη μέρα.
They needed to come up with some lolly to pay for the unexpected repairs.
Χρειάστηκε να βρουν λίγα λεφτά για να πληρώσουν για τις απροσδόκητες επισκευές.



























