Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Locksmith
01
κλειδαράς, τεχνίτης κλειδαράς
a person whose job or hobby involves making and repairing locks
Παραδείγματα
The locksmith offered to make spare keys for my new home.
Ο κλειδαράς προσφέρθηκε να φτιάξει εφεδρικά κλειδιά για το νέο μου σπίτι.
A locksmith is needed to install a new security system in the office building.
Χρειάζεται ένας κλειδαράς για να εγκαταστήσει ένα νέο σύστημα ασφαλείας στο κτίριο γραφείων.
Λεξικό Δέντρο
locksmith
lock
smith



























