Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lobbyist
01
λομπίστας, πράκτορας επιρροής
someone who attempts to persuade politicians to agree or disagree with a law being made or changed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λομπίστας, πράκτορας επιρροής