Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Livelihood
01
μέσο διαβίωσης, επιβίωση
the resources or activities upon which an individual or household depends for their sustenance and survival
Παραδείγματα
Farming is the primary livelihood for many rural communities, providing food and income.
Η γεωργία είναι το κύριο μέσο διαβίωσης για πολλές αγροτικές κοινότητες, παρέχοντας τροφή και εισόδημα.
Fishing serves as the main livelihood for coastal villages, supporting local economies.
Η αλιεία χρησιμεύει ως κύρια πηγή εισοδήματος για τα παράλια χωριά, υποστηρίζοντας τις τοπικές οικονομίες.



























