Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
literate
01
εγγράμματος, μορφωμένος
having the skills to read and write
Παραδείγματα
She became literate at a young age and developed a lifelong love for reading.
Έγινε εγγράμματη σε νεαρή ηλικία και ανέπτυξε μια ισόβια αγάπη για την ανάγνωση.
Literate individuals have access to a wider range of opportunities and information.
Οι εγγράμματοι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα ευκαιριών και πληροφοριών.
02
μορφωμένος, γνώστης
educated and knowledgeable in one or more fields
Παραδείγματα
She is literate in economics, able to analyze and interpret financial data with ease.
Είναι μορφωμένη στα οικονομικά, ικανή να αναλύει και να ερμηνεύει οικονομικά δεδομένα με ευκολία.
His literate understanding of history allows him to contextualize current events within broader historical frameworks.
Η μορφωμένη κατανόηση της ιστορίας του του επιτρέπει να τοποθετεί τα τρέχοντα γεγονότα σε ευρύτερα ιστορικά πλαίσια.
03
μορφωμένος στη λογοτεχνία, γνώστης της λογοτεχνίας
knowledgeable about literature
Παραδείγματα
She is highly literate in English poetry.
Είναι πολύ μορφωμένη στην αγγλική ποίηση.
The author is literate in both classical and modern works.
Ο συγγραφέας είναι μορφωμένος τόσο στα κλασικά όσο και στα μοντέρνα έργα.
Literate
01
εγγράμματο άτομο, εγγράμματος
someone who has the ability to read and write, usually at a basic level of proficiency
Παραδείγματα
Only a few literates lived in the remote village.
Μόνο λίγοι εγγράμματοι ζούσαν στο απομακρυσμένο χωριό.
The campaign aimed to make every child a literate.
Η καμπάνια είχε ως στόχο να κάνει κάθε παιδί εγγράμματο.
Λεξικό Δέντρο
illiterate
nonliterate
preliterate
literate
liter



























