Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lineal
01
γραμμικός, παρατεταγμένος
arranged in a line
Παραδείγματα
He proved his claim to the estate as a lineal descendant of the original owner.
Απέδειξε την αξίωσή του για την περιουσία ως άμεσος απόγονος του αρχικού ιδιοκτήτη.
The monarchy's rules of inheritance favor lineal succession.
Οι κανόνες διαδοχής της μοναρχίας ευνοούν τη γραμμική διαδοχή.
Λεξικό Δέντρο
lineally
lineal
line



























