Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Limber
01
limber, αρματωμα
a two-wheeled horse-drawn vehicle used to pull a field gun or caisson
to limber
01
κάνω εύκαμπτο, κάνω ευκίνητο
to make something flexible, nimble, or pliable
02
συνδέω το μπροστινό μέρος, προσαρμόζω το μπροστινό μέρος
attach the limber
limber
01
εύκαμπτος, ευλυγιστος
having a body that is flexible and can move and bend easily
Παραδείγματα
The gymnast's limber body allowed her to perform impressive contortions and flips.
Το εύκαμπτο σώμα της γυμνάστριας της επέτρεψε να εκτελεί εντυπωσιακές κινήσεις και ανατροπές.
Sarah's limber muscles enabled her to effortlessly touch her toes during yoga class.
Οι ευλύγιστοι μύες της Σάρα της επέτρεψαν να αγγίξει αβίαστα τα δάχτυλα των ποδιών της κατά τη διάρκεια του μαθήματος γιόγκα.
02
εύκαμπτος, προσαρμοστικός
(used of e.g. personality traits) readily adaptable
03
εύκαμπτος, καμπτός
(used of artifacts) easily bent



























