Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lethargic
01
ληθαργικός, απαθής
having no energy or interest in doing anything
Παραδείγματα
After a long day at work, I felt lethargic and did n't have the energy to do anything.
Μετά από μια μακρά μέρα στη δουλειά, αισθάνθηκα νωθρός και δεν είχα την ενέργεια να κάνω τίποτα.
The medication he was taking had a side effect of making him feel lethargic and fatigued.
Το φάρμακο που έπαιρνε είχε ως παρενέργεια να τον κάνει να αισθάνεται ληθαργικό και κουρασμένο.
Λεξικό Δέντρο
lethargic
letharg



























