lethal
le
ˈli:
λη
thal
θəl
θαλ
British pronunciation
/ˈliːθəl/

Ορισμός και σημασία του "lethal"στα αγγλικά

01

θανατηφόρος, μολυσματικός

capable of causing death
lethal definition and meaning
example
Παραδείγματα
The chemical spill released a lethal gas into the atmosphere, posing a serious risk to nearby residents.
Η χημική διαρροή απελευθέρωσε ένα θανατηφόρο αέριο στην ατμόσφαιρα, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο για τους γύρω κατοίκους.
Tim 's severe allergic reaction to peanuts could be lethal if not treated promptly with an epinephrine injection.
Η σοβαρή αλλεργική αντίδραση του Tim στα φιστίκια θα μπορούσε να είναι θανατηφόρα αν δεν αντιμετωπιστεί αμέσως με ένεση επινεφρίνης.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store