Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
leniently
01
επιεικώς, με επιείκεια
in a manner that is less strict when punishing someone or when enforcing a law
Παραδείγματα
The judge decided to sentence the first-time offender leniently, considering their remorse.
Ο δικαστής αποφάσισε να καταδικάσει τον πρωτοεμφανιζόμενο παραβάτη επιεικώς, λαμβάνοντας υπόψη τη μεταμέλεια τους.
He manages his team leniently, preferring to motivate rather than reprimand.
Διαχειρίζεται την ομάδα του επιεικώς, προτιμώντας να κινητοποιεί παρά να επιπλήττει.
Λεξικό Δέντρο
leniently
lenient
leni



























