Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to legitimatize
01
νομιμοποιώ, κάνω νόμιμο
to make something lawful, acceptable, or valid
Παραδείγματα
The government sought to legitimize the new law by obtaining approval from the legislature.
Η κυβέρνηση επιδίωξε να νομιμοποιήσει τον νέο νόμο λαμβάνοντας την έγκριση της νομοθετικής εξουσίας.
The company implemented measures to legitimize its operations and comply with industry regulations.
Η εταιρεία εφάρμοσε μέτρα για να νομιμοποιήσει τις εργασίες της και να συμμορφωθεί με τους κανονισμούς του κλάδου.
Λεξικό Δέντρο
legitimatize
legitimate
legitim



























