Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Legionary
01
λεγεωνάριος, στρατιώτης της λεγεώνας
a soldier who fights in a very large group that is a part of an army called legion
Παραδείγματα
The legionary stood guard at the camp entrance.
Ο λεγεωνάριος φύλαγε την είσοδο του στρατοπέδου.
Each legionary wore armor and carried a shield.
Κάθε λεγεωνάριος φορούσε πανοπλία και κουβαλούσε ασπίδα.



























