Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
leathered
01
δερμάτινος, σκληρός και ανθεκτικός
having a tough, durable texture or appearance similar to leather
Παραδείγματα
His leathered hands showed the years of hard work he had put in.
Τα δερμάτινα χέρια του έδειχναν τα χρόνια της σκληρής δουλειάς που είχε βάλει.
The leathered exterior of the car had been weathered by years of exposure to the elements.
Το δερμάτινο εξωτερικό του αυτοκινήτου είχε φθαρεί από χρόνια έκθεση στα στοιχεία.
Λεξικό Δέντρο
leathered
leather



























