Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Layperson
01
λαϊκός, μη επαγγελματίας
someone who is not a clergyman or a professional person
02
απλός πολίτης, μη ειδικός
someone who lacks professional knowledge regarding a specific subject
Παραδείγματα
The medical terms were explained in simple language for the layperson.
Οι ιατρικοί όροι εξηγήθηκαν σε απλή γλώσσα για τον μη ειδικό.
The lawyer avoided using jargon to ensure the layperson could follow the legal proceedings.
Ο δικηγόρος απέφυγε τη χρήση αργκό για να βεβαιωθεί ότι ο μη ειδικός θα μπορούσε να ακολουθήσει τις νομικές διαδικασίες.



























