Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Absurdity
01
παραλογισμός
a message whose content is at variance with reason
02
παραλογισμός, ανοησία
the quality of being wildly unreasonable or ridiculous
Παραδείγματα
The absurdity of his plan became obvious within minutes.
Η παραλογισμός του σχεδίου του έγινε προφανής μέσα σε λίγα λεπτά.
She laughed at the absurdity of the situation.
Γέλασε με την παράλογο της κατάστασης.
Λεξικό Δέντρο
absurdity
absurd



























