Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Landholder
01
γηκτήμονας, ιδιοκτήτης γης
a person who owns land
Παραδείγματα
The new park was created when a generous landholder donated his property to the city.
Το νέο πάρκο δημιουργήθηκε όταν ένας γενναιόδωρος γηκτήμονας δώρισε την περιουσία του στην πόλη.
Many landholders in the region are converting their plots into organic farms.
Πολλοί ιδιοκτήτες γης στην περιοχή μετατρέπουν τις εκτάσεις τους σε βιολογικές φάρμες.



























