landholder
land
ˈlænd
λαινντ
hol
ˌhoʊl
χουλ
der
dər
νταρ
British pronunciation
/lˈændhə‍ʊldɐ/

Ορισμός και σημασία του "landholder"στα αγγλικά

01

γηκτήμονας, ιδιοκτήτης γης

a person who owns land
example
Παραδείγματα
The new park was created when a generous landholder donated his property to the city.
Το νέο πάρκο δημιουργήθηκε όταν ένας γενναιόδωρος γηκτήμονας δώρισε την περιουσία του στην πόλη.
Many landholders in the region are converting their plots into organic farms.
Πολλοί ιδιοκτήτες γης στην περιοχή μετατρέπουν τις εκτάσεις τους σε βιολογικές φάρμες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store