Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Landfill
01
χωματερή, νεκροταφείο σκουπιδιών
a piece of land under which waste material is buried
Dialect
American
Παραδείγματα
The city opened a new landfill to accommodate its growing waste management needs.
Η πόλη άνοιξε μια νέα χωματερή για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες ανάγκες διαχείρισης απορριμμάτων της.
Trash is transported to the landfill for safe disposal.
Τα σκουπίδια μεταφέρονται στη χωματερή για ασφαλή απόρριψη.
Λεξικό Δέντρο
landfill
land
fill



























