
Αναζήτηση
to lam
01
φεύγω, δραπετεύω
flee; take to one's heels; cut and run
02
σπάω, ξυλοφορτώ
give a thrashing to; beat hard
Lam
01
κουτσοπόδημα, διαφυγή
a rapid escape (as by criminals)
Αναζήτηση
φεύγω, δραπετεύω
σπάω, ξυλοφορτώ
κουτσοπόδημα, διαφυγή