Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lama
01
λάμα
llamas
02
λάμα, Θιβετιανός ή Μογγόλος βουδιστής μοναχός
a Mongolian or Tibetan Buddhist monk
Παραδείγματα
The lama offered blessings to the villagers.
Ο λάμα έδωσε ευλογίες στους χωρικούς.
She traveled to Tibet to study under a respected lama.
Ταξίδεψε στο Θιβέτ για να σπουδάσει κάτω από έναν αξιοσέβαστο λάμα.
Λεξικό Δέντρο
lamaist
lama



























