Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
laid-back
01
χαλαρός, ήρεμος
(of a person) living a life free of stress and tension
Παραδείγματα
He ’s so laid-back that even the tightest deadlines do n’t seem to rattle him.
Είναι τόσο χαλαρός που ακόμη και οι πιο σφιχτές προθεσμίες δεν φαίνεται να τον ταράζουν.
Her laid-back approach to life allows her to enjoy the little things without getting overwhelmed.
Η χαλαρή προσέγγισή της στη ζωή της επιτρέπει να απολαμβάνει τα μικρά πράγματα χωρίς να καταπονείται.



























